Νυχτερινή βάρδια, 1938

Ο Αλέξανδρος Κορογιαννάκης, με σπουδές ζωγραφικής (1924-1929), ήταν αυτοδίδακτος στη χαρακτική. Άρχισε να ασχολείται με τη χάραξη από το 1936 και το Γυμνό, που πρέπει να χρονολογηθεί γύρω στο 1936-1937, αποτελεί μια από τις πρώτες του απόπειρες. Σε αυτό συντελούν δύο πράγματα, πρώτα η χρήση της τεχνικής του λινόλεουμ που σαν επιφάνεια είναι ευκολότερη να χαραχθεί, και δεύτερο, η απόδοση του γυμνού με ζωγραφικό τρόπο περισσότερο. Γίνεται εδώ χρήση της ώχρας και του καφέ για το σκιοφωτισμό, ενώ η γράμμωση γίνεται άτολμα και με μεγάλη προσοχή. Ύστερα από δύο μόλις χρόνια, ο Κορογιαννάκης παρουσιάζει στην Πρώτη Πανελλήνιο Έκθεση της Ελληνικής Πρωτοτύπου Χαρακτικής (1938), δέκα ξυλογραφίες σε όρθιο ξύλο, ανάμεσα στις οποίες βρίσκονται η Νυχτερινή βάρδια, ο Θέρος και ο Τρύγος. Και τα τρία έργα περιγράφουν σκηνές με ανθρώπους που εργάζονται, με περισσότερο ρεαλισμό και δυνατές φόρμες στη Βάρδια, με μεγαλύτερο λυρισμό και αφηγηματική διάθεση στο Θέρο και τον Τρύγο. Άλλωστε, στα δύο αυτά θέματα ο χαράκτης επικεντρώνει την προσοχή του στη συνεχή, επαναλαμβανόμενη κίνηση των γυναικών στα χωράφια και στα αμπέλια. Με εύκαμπτες κυκλικές γραμμές δημιουργεί μια σοφή ισορροπία ανάμεσα στις επιφάνειες του μαύρου και στις λεπτομέρειες που σχεδιάζονται με λεπτή χάραξη. Και τα δύο έργα τιμήθηκαν με το Χρυσό Βραβείο στη Διεθνή Έκθεση του Παρισιού το 1937.
